- ποικιλόγηρυς
- ποικῐλό-γηρυς, [dialect] Dor. [suff] ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,A of varied voice, many-toned,
φόρμιγξ Pi.O.3.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φόρμιγξ Pi.O.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόγηρυς — και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, Α αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχό γηρυς)] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
ποικιλόγαρυν — ποικιλόγᾱρυν , ποικιλόγηρυς of varied voice masc/fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)